ταρσώ

ταρσώ
και αττ. τ. ταρρῶ, -όω, Α [ταρσός]
1. (κυρίως το παθ. και ιδίως στον αττ. τ.) ταρσοῡμαι και ταρροῡμαι, -όομαι
α) (για ρίζες δένδρου) περιπλέκομαι σαν ταρσός
β) (για τις φλέβες) πλέκομαι με δικτυωτό τρόπο
γ) (για φύλλα φυτών) γίνομαι πλατύς
δ) (για πλοίο) έχω πλήρη αριθμό κουπιών
2. (το ενεργ.) (σχετικά με τον Ερμή) εφοδιάζω με ταρσό, με πλατιά φτερούγα («τὸν Ἑρμῆν... ταρσώσαντες πτεροῑς», Ιω. Λυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ταρσῷ — Ταρσός frame of wicker work masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσῶι — Ταρσῷ , Ταρσός frame of wicker work masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσῶι — ταρσῷ , ταρσός frame of wicker work masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ …   Dictionary of Greek

  • ταρρώ — όω, Α (αττ. τ.) βλ. ταρσῶ …   Dictionary of Greek

  • ταρσωτός — ή, όν, Α [ταρσῶ] ταρσώδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”